- σκαπουλάρισμα
- το, -ατοςγλίτωμα, διαφυγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαπουλάρισμα — το, Ν [σκαπουλάρω] 1. δραπέτευση, διαφυγή 2. γλυτωμός, διάσωση 3. (για άρρωστο) απρόσμενη αποθεραπεία … Dictionary of Greek